- δυσμαθές
- δυσμαθήςhard to learnmasc/fem voc sgδυσμαθήςhard to learnneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσμαθής — ές (Α δυσμαθής, ές) ο ανεπίδεκτος μαθήσεως αρχ. 1. δυσνόητος 2. αυτός που δύσκολα αναγνωρίζεται 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσμαθές η δυσμαθία … Dictionary of Greek